κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
και γερατειά, ταη γεροντική ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γηράματα < γηρώ < γηράσκω.