γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
ο (Α κοπεύς, -έως) κοπή
1. αυτός που κόβει κάτι
2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι
αρχ.
1. ξυλουργός
2. ελαιοτρίβης
3. η σμίλη του λιθοξόου, το γλύφανο του γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας», Λουκιαν.).