στύγνωσον
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
χώρισον, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].