στυφότητα
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Greek Monolingual
η / στυφότης, -ητος, ΝΜΑ στυφός
νεοελλ.-μσν.
(για εδώδιμα) η ιδιότητα του στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα
μσν.-αρχ.
μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα
αρχ.
πυκνότητα, στερεότητα.
Greek Monolingual
η / στυφότης, -ητος, ΝΜΑ στυφός
νεοελλ.-μσν.
(για εδώδιμα) η ιδιότητα του στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα
μσν.-αρχ.
μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα
αρχ.
πυκνότητα, στερεότητα.