στυφότητα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η / στυφότης, -ητος, ΝΜΑ στυφός
νεοελλ.-μσν.
(για εδώδιμα) η ιδιότητα του στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα
μσν.-αρχ.
μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα
αρχ.
πυκνότητα, στερεότητα.