Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυφάδα

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
(για τροφή) η ιδιότητα του στυφού, στυφή γεύση («τα λεμόνια έχουν κάποια στυφάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυφός + κατάλ. -άδα (πρβλ. ασπράδα)].