συμμολύνω

From LSJ
Revision as of 19:01, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμολύνω Medium diacritics: συμμολύνω Low diacritics: συμμολύνω Capitals: ΣΥΜΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: symmolýnō Transliteration B: symmolynō Transliteration C: symmolyno Beta Code: summolu/nw

English (LSJ)

[ῡ], defile or disgrace together, ἑαυτὸν καὶ τὴν αἵρεσιν Phld.Herc.1289p.60V.:—Pass., LXX Da.1.8, Iamb.Comm.Math.4.

German (Pape)

[Seite 983] mit od. zugleich beflecken, besudeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμολύνω: [ῡ], μολύνω ἐπίσης, ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.