συγχωννύω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
v. συγχώννυμι.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συγχώννυμι.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συγχώννυμι.