σύμπλεξη

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source

Greek Monolingual

η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.

Greek Monolingual

η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.