σύληση
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῦ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.
Greek Monolingual
η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῦ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.