συνεπώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ ἐπώνυμος
γνωστός με την ίδια επωνυμία με κάποιον άλλο («ὁ συνεπώνυμος τούτῳ [τῷ Ἰωάννῃ τῷ Θεολόγῳ] Γρηγόριος», Αρέθ.).

Greek Monolingual

-ον, Μ ἐπώνυμος
γνωστός με την ίδια επωνυμία με κάποιον άλλο («ὁ συνεπώνυμος τούτῳ [τῷ Ἰωάννῃ τῷ Θεολόγῳ] Γρηγόριος», Αρέθ.).