συνεπώνυμος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
-ον, Μ ἐπώνυμος
γνωστός με την ίδια επωνυμία με κάποιον άλλο («ὁ συνεπώνυμος τούτῳ [τῷ Ἰωάννῃ τῷ Θεολόγῳ] Γρηγόριος», Αρέθ.).