προφυλακίς
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ναῦς, ἡ, look-out ship, Th. 1.117 (pl.).
German (Pape)
[Seite 798] ίδος, ἡ, ναῦς, Wachtschiff, Thuc. 1, 117 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
ναῦς THC vaisseau placé en vedette.
Étymologie: προφυλάσσω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα -ίς, -ίδος].
Russian (Dvoretsky)
προφῠλᾰκίς: ίδος (ῐδ) adj. f сторожевая, несущая охрану (ναῦς Thuc.).