δεῦκος

From LSJ
Revision as of 22:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῦκος Medium diacritics: δεῦκος Low diacritics: δεύκος Capitals: ΔΕΥΚΟΣ
Transliteration A: deûkos Transliteration B: deukos Transliteration C: deykos Beta Code: deu=kos

English (LSJ)

εος, τό, = γλεῦκος, Sch.A.R.1.1037; Aetol. acc. to Sch. Nic. Th.625.

German (Pape)

[Seite 552] τό, = γλεῦκος, Schol. Ap. Rh. 1, 1037.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
douceur.
Étymologie: cf. δευκής.

Spanish (DGE)

-εος, τό
dulzor δ. γὰρ τὸ γλυκύ Sch.A.R.1.1037-38b
etol. según Sch.Nic.Th.625b.
• Etimología: Podría ser un término ficticio para explicar ἀδευκής q.u.

Greek Monolingual

δεῡκος (-ους), το (Α)
το γλεύκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. πλασμένη από τους Σχολιαστές (βλ. και λ. αδευκής), παράλληλος τ. του δευκής.