διάσκεψις
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
εως, ἡ, inspection, examination, περί τινος Pl.Lg.697c, Luc.Anach.21, Posidon. ap. Gal.5.469, cf. Lyd.Mag.1.45: in plural, questions for decision, Plu.Tim.38.
Greek (Liddell-Scott)
διάσκεψις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς ἐξέτασις, Πλάτ. Νόμ. 697C· ἐν τῷ πληθ., ζητήματα πρὸς ἐξέτασιν, Πλούτ. Τιμολ. 38.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 examen approfondi;
2 αἱ διασκέψεις questions à examiner.
Étymologie: διασκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 reflexión, examen, consideración c. gen. o περί y gen. περὶ ... τῆς πολιτείας Pl.Lg.697c, περὶ παθῶν Posidon.30, περὶ τούτων D.H.4.20, τοῦ συμφέροντος Ph.2.578, πραγμάτων I.AI 12.103, τὸ ... ἀκριβὲς τῆς περὶ αὐτῶν διασκέψεως Luc.Anach.21, ἡ τοῦ λογισμοῦ ἀδεὴς δ. D.C.70.4, ἐπὶ πλέον παρατεῖναι τὴν διάσκεψιν Luc.Icar.29
•plu. cuestiones sometidas a examen ἐπὶ τὰς μείζονας διασκέψεις ἐκεῖνον ἐκάλουν Plu.Tim.38, cf. Sch.Th.3.36.
2 atención, interés, afán por c. gen. τῶν αὐλημάτων Philostr.Im.1.21, τῶν μελῶν Aristaenet.2.5.4, τῶν κοινῶν Lyd.Mag.1.45.
3 examen c. la vista, inspección τὰ γὰρ ... σπλάγχνα ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται Iambl.VP 147, προθεσμίαν εἰς διάσκεψιν δίδοσθαι Theod.Lect.Epit.270.
Russian (Dvoretsky)
διάσκεψις: εως ἡ рассмотрение, обсуждение Plat., pl. Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάσκεψις -εως, ἡ [διασκέπτομαι] grondige beschouwing, onderzoek; plur. vraagstukken.