διέπραθον
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
διεπρᾰθ-όμην, v. διαπέρθω.
Greek (Liddell-Scott)
διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.
French (Bailly abrégé)
v. διαπέρθω.
English (Autenrieth)
see διαπέρθω.
Spanish (DGE)
v. διαπέρθω.
Greek Monotonic
διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.
Russian (Dvoretsky)
διέπρᾰθον: Hom. aor. 2 к διαπέρθω.