διοικήτρια
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ἡ, housekeeper, Sch.Ar. Ec.212.
Greek (Liddell-Scott)
διοικήτρια: ἡ, ἡ τὸν οἶκον διευθύνουσα, οἰκονόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 212.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ama de casa Hsch.s.u. ταμίη, Sch.Ar.Ec.212, Sch.E.Hipp.964D.
Greek Monolingual
διοικήτρια, η (Α)
η οικονόμος του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του διοικητής.