δυσμετάτρεπτος

From LSJ
Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμετάτρεπτος Medium diacritics: δυσμετάτρεπτος Low diacritics: δυσμετάτρεπτος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dysmetátreptos Transliteration B: dysmetatreptos Transliteration C: dysmetatreptos Beta Code: dusmeta/treptos

English (LSJ)

ον, = δυσμετάστρεπτος (hard to divert), Eust. 1461.43.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάτρεπτος: -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.

Spanish (DGE)

-ον
inflexible neutr. subst. τὸ δ. la inflexibilidad τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.

Greek Monolingual

δυσμετάτρεπτος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα μετατρέπεται.