γαγγραινικός
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ή, όν, gangrenous, νομαί Dsc.2.107: -κά, τά, Id.4.93. Adv. -κῶς Heliod.(?)ap.Orib. 47.16.1.
German (Pape)
[Seite 470] zu einem solchen Geschwür gehörig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
γαγγραινικός: -ή, -όν, ὁ εἰς γάγγραιναν ἀνήκων, Διοσκ. 4.94. - Ἐπίρρ. –κῶς Ὀρειβάσ. 158.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic.
1 gangrenoso, que sufre o provoca gangrena νομαὶ γαγγραινικαί úlceras gangrenosas Dsc.2.107.3
•subst. τὰ γαγγραινικά las afecciones que producen gangrena Dsc.4.93.
2 apropiado para la gangrena e.e., para curarla ref. a un fármaco, Asclepiades en Gal.13.739.
3 adv. -ῶς con gangrena νεκροῦνται δάκτυλοι σηπεδονικῶς ἢ γ. διατιθέμενοι Heliod. en Orib.47.16.1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γαγγραινικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γάγγραινα.