γωνιάζω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
place at an angle, Porph. inCat.132.31.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιάζω: εἰς γωνίαν σχηματίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.
Spanish (DGE)
colocar en ángulo γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.in Cat.132.31.
Greek Monolingual
(AM γωνιάζω) γωνία
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).