βαλανίς
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A pessary, Hp.Mul.2.155, Steril.221. 2 peg, stopper, PLond.3.1177.178 (ii A. D.). II = βαλάνισσα, Suid.
German (Pape)
[Seite 428] ίδος, ἡ, = folgdm, Suid. Bei Hippocr. = Pille.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλανίς: -ίδος, ἡ, = βάλανος ΙΙ. 4, Ἱππ. 658. 51. ΙΙ. παρὰ Σουΐδ., κτλ., = τῷ ἑπομ.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
I 1pesario αὐτοποιέειν μέλιτι βαλανίδας Hp.Mul.2.155.
2 obturador, estaca, cuña βαλανίδων ἐλαΐνων PLond.1177.178 (II d.C.).
II fem. de βαλανεύς mujer bañera Sud.
III bot. βαλ<αν>ίς pepino amargo, pepino del diablo, Ecballium elaterium L., A.Rich, Ps.Dsc.4.150.
Greek Monolingual
βαλανίς, η (Α) (θηλ. του βαλανεύς)
1. υπηρέτρια σε λουτρά
2. καθαρτική βάλανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανεύς (σημ. 1.) και < βάλανος (σημ. 2)].