αἱμοχροώδης
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ες, blood-coloured, Hp.Epid.4.52.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοχροώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ. Ἱππ. 1139. 1.
Spanish (DGE)
-ες de color sanguinolento οὖρον Hp.Epid.4.52.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμοχροώδης -ες αἷμα, χρόα met de kleur van bloed.