ἀνέκκριτος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ον, not emptied, γαστήρ Poet. deherb.137.
German (Pape)
[Seite 221] γαστήρ, verstopft, Sp. D.
Spanish (DGE)
(ἀνέκκρῐτος) -ον no vaciado, γαστήρ Poet.de herb.138.
Greek Monolingual
ἀνέκκριτος, -ον (Α)
(για το πεπτικό σύστημα) που δεν παρουσιάζει κανονικές κενώσεις.