ἀνακυΐσκω
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
impregnate again, Arist.HA573b18.
German (Pape)
[Seite 194] die Schwangerschaft vereiteln, Arist. H. A. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυΐσκω: ἔρχομαι πάλιν εἰς συνουσίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 19, 1.
Spanish (DGE)
1 quedar preñada τὰ δὲ πρόβατα ... ἐὰν δ' ὕδωρ ἐπιγένηται μετὰ τὴν ὀχείαν, ἀνακυΐσκει Arist.HA 573b18.
2 fig. en v. pas. fecundar en la fe de nuevo δι' ἐκείνων (los mártires) ... οἱ πλείους τῶν ἠρνημένων ... ἀνεκυΐσκοντο A.Mart.5.1.46.
3 ἀνακυΐσκειν· ἀναπηδᾶν Hsch.
Greek Monolingual
ἀνακυΐσκω (Α)
γονιμοποιώ πάλι
μέσ. εγκυμονώ πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κυΐσκω)].
Russian (Dvoretsky)
ἀνακυΐσκω: coitum repetere Arst.