ἀνείσακτος

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσακτος Medium diacritics: ἀνείσακτος Low diacritics: ανείσακτος Capitals: ΑΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aneísaktos Transliteration B: aneisaktos Transliteration C: aneisaktos Beta Code: a)nei/saktos

English (LSJ)

ον, not initiated, = ἀμύητος, Iamb.VP17.75; applied by Stoics to their opponents, Stoic.2.250.

German (Pape)

[Seite 220] nicht eingeführt, nicht eingeweiht, Iambl., neben ἀμύητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσακτος: -ον, ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὰ μυστήρια, ἀμύητος Ἰαμβλ. βίος Πυθάγ. 17, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
no iniciado en la medic., Gal.13.563, en diversas escuelas fil., Chrysipp.Stoic.2.250, Iambl.VP 75.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνείσακτος, -ον)
νεοελλ.
εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής
αρχ.
ο αμύητος.