ἀντευπάσχω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
and ἀντευ-ποιέω are by recent edd. written divisim ἀντ' εὖ π. (v. Pl.Grg.520e, X.An.5.5.21, D.20.124), on the ground that εὖ never enters into direct composition with Verbs, v. εὖ fin.; but ἀντευποιεῖν is read in Arist.EN1179a28, Rh. 1374a24.
German (Pape)
[Seite 248] Wohlthaten dagegen empfangen; Plat. Gorg. 520 e ἀντ' εὖ πείσεται zu schreiben, vgl. Stallbaum zum a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντευπάσχω: καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν διῃρημένως, ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ οὐδέποτε συντίθεται ἀπ’ εὐθείας μετὰ ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12.
Spanish (DGE)
v. ἀντί A.
Greek Monolingual
ἀντευπάσχω (Α)
μου ανταποδίδουν ευεργεσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντευπάσχω: преимущ. раздельно получать добро за добро Xen.