ἀπαράτιλτος

From LSJ
Revision as of 10:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράτιλτος Medium diacritics: ἀπαράτιλτος Low diacritics: απαράτιλτος Capitals: ΑΠΑΡΑΤΙΛΤΟΣ
Transliteration A: aparátiltos Transliteration B: aparatiltos Transliteration C: aparatiltos Beta Code: a)para/tiltos

English (LSJ)

ον, with hairs not pulled out, Ar.Lys. 279, Luc.Salt.5.

German (Pape)

[Seite 280] dem die Haare nicht ausgerauft sind, Ar. Lys. 279; Luc. Saltat. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράτιλτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων τὰς τρίχας παρατετιλμένας, μαδημένας, πινῶν, ῥυπῶν, ἀπαράτιλτος Ἀριστοφ. Λυσ. 279, Λουκ. π. Ὀρχ. 5.

Spanish (DGE)

-ον
no depilado de pers., Ar.Lys.279, Luc.Salt.5.

Greek Monolingual

ἀπαράτιλτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, απεριποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + παρατίλλω «μαδώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος εκτός απ' το κεφάλι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράτιλτος: с невыщипанными волосами Arph., Luc.