ἀποβλητέος

From LSJ
Revision as of 20:19, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλητέος Medium diacritics: ἀποβλητέος Low diacritics: αποβλητέος Capitals: ΑΠΟΒΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: apoblētéos Transliteration B: apoblēteos Transliteration C: apovliteos Beta Code: a)poblhte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18. II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 rechazable ὀνόματα ... τὰ δεινὰ καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα Pl.R.387b, ὃς δ' ἂν ... μηδὲ σκυθρωπὸς ἡ ... ἀποβλητέος; Luc.Herm.18.
2 ἀποβλητέον hay que rechazar una palabra, A.D.Coni.226.10, οὐδὲ ἐκεῖνον ἀ. τὸν λόγον, ὅς ... φησι Plot.3.2.13.

Greek Monotonic

ἀποβλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀποβάλλω.]
to be thrown away, rejected, Plat.