ἀποκίδναμαι
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
spread abroad from a place, A.R.4.133, Arat.735, D.P.48.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκίδναμαι: παθ., ἀποσκεδάννυμαι, διασκορπίζομαι ἀπό τινος, ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγὴ Ἄρατ. 735, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 133.
Spanish (DGE)
(ἀποκίδνᾰμαι)
extenderse a partir de un punto de un río, A.R.4.133, πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή Arat.735, cf. D.P.48, ἱερὴ δ' ἀποκίδναται ὀδμή Simm.(?) en PMich.139.2.
Greek Monolingual
ἀποκίδναμαι (Α) κίδναμαι
παθ. διασκορπίζομαι.