ἀποτυχής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές, missing, Pl.Sis.391c (Comp.).
German (Pape)
[Seite 333] ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῖν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.
Spanish (DGE)
-ές
fallido, sin posibilidades de éxito ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.Sis.391c.
Greek Monolingual
ἀποτυχής, -ές (Α) αποτυγχάνω
αυτός που σφάλλει.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτῠχής: неудачливый: ἐπιτυχέστερος καὶ ἀποτυχέστερός τινος Plat. более или менее счастливый в достижении чего-л.