ἀπρόθεσμος

From LSJ
Revision as of 10:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόθεσμος Medium diacritics: ἀπρόθεσμος Low diacritics: απρόθεσμος Capitals: ΑΠΡΟΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: apróthesmos Transliteration B: aprothesmos Transliteration C: aprothesmos Beta Code: a)pro/qesmos

English (LSJ)

ον, not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖναδεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμοςχρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.

Spanish (DGE)

-ον
no fijado en un tiempo definido χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22
no fijado de antemano θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.Hom.21.9.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόθεσμος, -ον)
αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.