ἀσημείωτος
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ον, A unnoticed, πηγὴν παρελθεῖν Ph.1.121; ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν GDI3059.22 (Byzantium, i A. D.). II without signposts, of a road, Demetr.Eloc.202. III not capable of being inferred by signs, ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.Sign. 30.
German (Pape)
[Seite 369] unbezeichnet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσημείωτος: -ον, μὴ σεσημειωμένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 22. 2) ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ μὴ ἔχουσα μιλιάρια, ἤτοι λίθινα σημεῖα τῶν μιλίων, Ψευδο-Δημητρ. 89. 14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀσαμήωτος GDI 3059.22 (Megáride I d.C.)
1 no señalado, no marcado ὁδός Demetr.Eloc.202, πηγή Ph.2.121, αἱ Χηλαί Sch.Arat.607, fig. μὴ ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν GDI l.c.
2 que no se puede indicar con signos los que rechazan los métodos de inferencia ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.Sign.30.35, cf. 31.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσημείωτος, -ον)
ο απαρατήρητος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί
2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμα
αρχ.
1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία
2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να γίνει αναφορά με σημάδια ή σύμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημειώ (-όω) < σημείον].