ἀστεροσκοπία
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ἡ, v. ἀστεροσκοπέω.
German (Pape)
[Seite 375] ἡ, Sternbeschauung, Sext. Emp.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
observación de las estrellas S.E.M.5.80, Herm.in Phdr.109.
Greek Monolingual
η (AM ἀστεροσκοπία) αστεροσκόπος
η παρατήρηση και μελέτη των άστρων.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροσκοπία: ἡ наблюдение за звездами Sext.