ἐξανάστημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, erection, Eust.1719.39 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάστημα: τό, «διὰ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
elevación, alzado plu. concr. quizá construcciones, edificios οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα Eust.1719.39, fig. τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματα Anon.Iud.6.386.
Greek Monolingual
ἐξανάστημα, το (Μ)
αυτό που ανεγείρεται, που ανυψώνεται, επομένως το κτήριο, το οικοδόμημα («οἰκοδομήματα ή άλλως έξαναστήματα», Ευστ.).