Ἀβδηρίτης
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, a man of Abdera in Thrace, the Gothamite of antiquity, prov. of simpletons, D.17.23:—Adj. Ἀβδηριτικός, ή, όν, like an Abderite, i. e. stupid, Cic.Att.7.7.4, Luc.Hist.Conscr.2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Abdéritain ; ◊ prov. homme simple, sot.
Étymologie: Ἄβδηρα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 abderita ét. de Abdera en Tracia, Hdt.7.120, Arist.GA 742b20.
2 fig. simple, bobo D.17.23.
3 subst. ὁ ἀ. viento de la región de Abdera Zonar.
Greek Monotonic
Ἀβδηρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο κάτοικος των Αβδήρων στη Θράκη· παροιμ., λέγεται για τους ευκολόπιστους, τους μωρόπιστους, σε Δημ.· επίθ., Ἀβδηριτικός, -ή, -όν, όπως κάποιος από τα Άβδηρα, δηλ. ανόητος, μωρός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀβδηρίτης: ου ὁ
1) абдерит, житель или уроженец города Абдеры Her.;
2) перен. ирон. простак, простофиля Dem.