διαρράπτω

From LSJ
Revision as of 10:59, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρράπτω Medium diacritics: διαρράπτω Low diacritics: διαρράπτω Capitals: ΔΙΑΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: diarráptō Transliteration B: diarraptō Transliteration C: diarrapto Beta Code: diarra/ptw

English (LSJ)

sew through or together, Str.15.1.67, Plu.2.978a; insert a suture, Gal.18(2).746.

Spanish (DGE)

1 pasar hilos, coser c. ac. τρίχας καὶ σχοινία λεπτά Str.15.1.67, ὁλοσχοίνους Plu.2.978a, ταῦτα (τὰ νήματα τὰ σηρικά) ἐν ὑποδήμασι δ. coser estos (hilos de seda) en el calzado Chrys.M.58.501.
2 cirug. suturar τὸ τραῦμα Plu.Cat.Mi.70, τὸ δέρμα Gal.18(2).746, 996.

Greek (Liddell-Scott)

διαρράπτω: ῥάπτω ἐντελῶς ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 978Α, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. διαρραπτέον Ὀρειβ. 157. 13.

French (Bailly abrégé)

coudre ensemble.
Étymologie: διά, ῥάπτω.

Greek Monolingual

διαρράπτω (Α)
1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω
2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).

Russian (Dvoretsky)

διαρράπτω: зашивать, сшивать Plut.