κεφαλαλγός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
German (Pape)
[Seite 1428] = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγός: -όν, ἴδε ἐν λεξ. κεφαλαλγής.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαλγός: Plut. v. l. = κεφαλαλγής.