κατηγεμών
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
Ionic for καθηγεμών.
German (Pape)
[Seite 1400] όνος, ὁ, ion. = καθηγεμών.
Greek (Liddell-Scott)
κατηγεμών: -όνος, Ἰων. ἀντὶ καθηγεμών.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθηγεμών.
Greek Monotonic
κατηγεμών: -κατ-ηγγγέομαι, Ιων. αντί καθ-.