πλατύρροος

Revision as of 15:18, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

contr. πλατύρρους, ουν, broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Greek Monotonic

πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύρροος: стяж. πλᾰτύρρους 2 широкотекущий (Νεῖλος Aesch.).

Middle Liddell

πλᾰτύρρους, ουν,
broad-flowing, Aesch.