ποταμείβομαι

From LSJ
Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποταμείβομαι Medium diacritics: ποταμείβομαι Low diacritics: ποταμείβομαι Capitals: ΠΟΤΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: potameíbomai Transliteration B: potameibomai Transliteration C: potameivomai Beta Code: potamei/bomai

English (LSJ)

Doric for προσαμείβομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμείβομαι: дор. Theocr. = προσαμείβομαι.