πρημαίνω

Revision as of 15:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

(πρήθω) blow hard, πρημαινούσας τε θυέλλας Ar.Nu.336: later c. acc., πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῦ Herod.7.98.

German (Pape)

[Seite 699] blasen, heftig wehen; πρημαίνουσαι θύελλαι, Ar. Nubb. 335, Schol. u. Suid., von πρήθω ableitend, λαβρῶς φυσᾶν καὶ μαίνεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

πρημαίνω: (πρήθω) φυσῶ ἰσχυρῶς, πρημαινούσας τε θυέλλας Ἀριστοφ. Νεφ. 336.

French (Bailly abrégé)

souffler avec violence.
Étymologie: cf. πρήθω.

Greek Monolingual

Α
1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς
2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῦ», Ηρώνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο -σ- τών τύπων αυτών].

Greek Monotonic

πρημαίνω: (πρήθω), φυσώ δυνατά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πρημαίνω: сильно дуть, бушевать (πρημαίνουσα θύελλα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρημαίνω [~ πίμπρημι, ~ πρῆμα] hevig blazen.

Middle Liddell

πρημαίνω, πρήθω
to blow hard, Ar.