συνεκκαλέομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., call out or excite together, τινὰς πρός τι Plb.18.19.11, cf. 11.1a.2; τὴν ὄρεξιν Plu.2.917c; τὴν ὁρμήν Thphr.Sud.16.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκᾰλέομαι: μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
exciter ou provoquer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, ἐκκαλέω.
Russian (Dvoretsky)
συνεκκᾰλέομαι: одновременно вызывать, возбуждать (τινα πρός τι Polyb.; τὴν ὄρεξιν Plut.).