δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.
adv.en somme, au total.Étymologie: σύνολος.
Αβλ. σύνολος.
συνόλως: в целом, вообще Isocr.