φάλλη
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ἡ, = φάλλαινα (whale, any devouring monster, ballaena) Ι, Lyc. 84, 394. = φάλλαινα ΙΙ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φάλλη: ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «φάλη˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
c. φάλη.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
φάλαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (Ι) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλαινα)].
(II)
και φάλη, ἡ, Α
φάλλαινα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (ΙΙ) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλλαινα [ΙΙ])].