τωὐτό
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek (Liddell-Scott)
τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.
French (Bailly abrégé)
crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.
Greek Monotonic
τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.