χειλοποτέω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
drink with the lips, sip, AP7.223 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 1341] mit den Lippen trinken, nippen, oder langsam einschlürfen, Sat. Thyill. 7 (VII, 223).
Greek (Liddell-Scott)
χειλοποτέω: πίνω ἄκροις τοῖς χείλεσιν, ἀκρήτου χειλοποτεῖν κύλικας Ἀνθ. 11. 7. 223.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
boire du bout des lèvres, déguster.
Étymologie: χεῖλος, πίνω.
Greek Monotonic
χειλοποτέω: μέλ. -ήσω, πίνω με τα χείλη, ρουφώ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χειλοποτέω: пригубить, медленно выпивать (ἀκρήτου κύλικας Anth.).