ἀνακρέκομαι
English (LSJ)
begin to play, ἐς σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται each bird tunes its voice for thee, AP9.562 (Crin.).
Spanish (DGE)
cantar ναὶ δὲ σὲ ... ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται AP 9.562 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 193] ein Saiteninstrument zu schlagen anfangen, dah. übertr., εἰς σὲ ἅπας ὄρνισἀνακρέκεται, dir zu Ehren singt jeder Vogel, Crinag. 27 (IX, 562).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακρέκομαι: Μέσ., ἀνακρούω ἐντατὸν ὄργανον διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, φθέγγομαι, σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε κρέκω.
French (Bailly abrégé)
commencer à frapper les cordes d'une lyre, commencer à chanter ; εἴς τινα en l'honneur de qqn.
Étymologie: ἀνά, κρέκω.
Greek Monolingual
ἀνακρέκομαι (Α)
ανακρούω όργανο, αρχίζω να παίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρέκω «χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου»].
Greek Monotonic
ἀνακρέκομαι: Μέσ., βρίσκω τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακρέκομαι: начинать бряцать по струнам: ἀ. τινα (v.l. εἴς τινα) Anth. славить кого-л. песнями.
Middle Liddell
Mid., to tune up, Anth.