ἀνακρούω
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
poet. ἀγκρούω,
A push back a gate-pin, βάλανον Aen.Tact.18.6; stop short, check, ἵππον χαλινῷ X.Eq. 11.3; back horses, τὸ ζεῦγος Plu.Alc.2:—Pass., Them. in Ph.130.25.
2 ἀπὸ χερσοῦ νῆα.. ἀνακρούεσκον thrust her off from shore, A.R.4.1650; throw up, δίσκον Philostr.Her.2.5.
II in Med., ἀνακρούεσθαι πρύμνην put one's ship astern, by backing water, Ar.V. 399, cf. D.S.11.18; or ἀνακρούεσθαι alone, Th.7.38,40; [ἐπὶ] πρύμνην ἀ. Hdt.8.84; but νῆας ἀ., simply row back, Tryph.523: metaph., τὸν λόγον πάλιν ἀ. put back and make a fresh start, Pl.Phlb. 13d; παῦε.. μικρὸν ἀνακρουόμενος Luc.Nigr.8; ὥσπερ ἁρμονίαν ἐκλελυμένην ἀ. αὖθις ἐπὶ σώφρονα νόμον καὶ βίον Plu.Cleom.16.
2 in Music, strike up, Theoc.4.31: hence, begin a speech, Plb.4.22.11.
III ἀνακρούειν χεροῖν, = ἀνακροτεῖν, Autocr.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀγκρ- Theoc.4.31
1 hacer retroceder τὸ ζεῦγος Plu.Alc.2, βάλανον Aen.Tact.18.6
•de naves, A.R.4.1650
•gener. en v. med. hacer retroceder, retroceder πρύμνην Ar.V.399, ἐπὶ πρύμνην Hdt.8.84, νῆας Triph.523, abs. τῆς δὲ ἡμέρας ἐπὶ πολὺ προσπλέοντες καὶ ἀνακρουόμενοι Th.7.38
•de animados frenar, sujetar (ἵππον) τῷ χαλινῷ X.Eq.11.3, cf. Plu.2.445c
•en v. pas. ἀνακρουόμενος (ἵππος) X.Eq.10.12
•de cuerdas, riendas en v. med. tensar κάλωας A.R.1.1277, ἡνίας Sch.Ar.Au.648
•de pers. fig. reprimir ἀνακρούων τοὺς μνηστῆρας Aristid.Quint.74.19, en v. pas. ἀνακρουόμενον αὖθις ἐπὶ τὸν ... νόμον καὶ βίον Plu.Cleom.16.
2 lanzar hacia arriba ἀνακρούει ... τὸν δίσκον Philostr.Her.2.5.
3 fig. de discursos, disertaciones volver a empezar αὐτὸν (τὸν λόγον) Pl.Phlb.13d, αὐτοῦ ταῦτ' ἀνακρουομένου Plb.4.22.11, παῦε ... μικρὸν ἀνακρουόμενος Luc.Nigr.8.
4 tocar palmas χεροῖν Autocr.1, Hippol.Haer.4.46
•en v. med.-pas. cantar, entonar τὰ (μέλη) Γλαύκας ἀγκρούομαι Theoc.l.c., φωνὴν ἁρμονίας LXX Ez.23.42, ἀνακρούεσθαι οἶον ἐπικήδειόν τι ἑαυτῷ μέλος Ael.NA 5.34, cf. Eus.DE 4.13
•en act. κῶμον ἀνακρούων ἐπιτύμβιον Nonn.D.19.181.
German (Pape)
[Seite 194] (s. κρούω), zurückstoßen, hemmen, mit Gewalt aufhalten, ἵππον χαλινῷ Xen. Equ. 11, 3; ἀνακρουστέον Equ. 10, 12; τὸ ζεῦγος, Plut.; gew. im med., das Schiff anhalten und so rückwärts fahren, daß der Schnabel den Feinden zugekehrt bleibt, ἐπὶ πρύμναν Her. 8, 48 (vgl. Schol. Thuc. 1, 50, wo πρύμναν κρούεσθαι sieht); auch allein, Thuc. 7, 38. 40; übh. sich zurückziehen, bes. in guter Ordnung, πρύμναν ἀνακρούεσθαι Ar. Vesp. 399; übertr., λόγον Plat. Phil. 13 d. – In der Musik: ein Instrument anschlagen, präludiren; einen Gesang anstimmen, Theocr. 4, 31; von der Rede, Pol. 4, 22, 11; Luc. Nigr. 8 μικρὸν ἀνακρουόμενος; wohin auch ἀνεκρούου νέκταρ ἐναρμόνιον gehört Ant. Sid. 75 (VII, 29).
French (Bailly abrégé)
1 (ἀνά, de bas en haut) commencer à frapper (la lyre, un instrument) ; préluder;
2 (ἀνά, en arrière) tirer brusquement en arrière, arrêter brusquement;
Moy. ἀνακρούομαι;
1 préluder;
2 ramener en arrière : ἐπὶ πρύμνην HDT la poupe d'un navire, càd ramener en arrière (de manière à présenter l'éperon au vaisseau ennemi) ; en gén. revenir sur ses pas.
Étymologie: ἀνά, κρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακρούω: Theocr. ἀγκρούομαι
1 дергать назад, сдерживать, останавливать (ἵππον χαλινῷ Xen.; τὸ ζεῦγος Plut.);
2 med. (о корабле) толкать в обратном направлении, давать задний ход, грести обратно, табанить: πρύμνην ἀνακρούεσθαι Her., Arph. плыть кормой вперед, т. е. отступать лицом к противнику;
3 med. медленно отступать, пятиться (πρὸς τὴν πόλιν Thuc.): παῦε μικρὸν ἀνακρούμενος перен. Luc. погоди, вернемся немного назад; ἀ. ἐπὶ τὸν τοῦ Λυκούργου βίον Plut. вернуться к законам Ликурга;
4 med. (о песне или речи) приступать, начинать Theocr., Anth.: αὐτοῦ ταῦτ᾽ ἀνακρουομένου Polyb. после этих его вступительных слов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακρούω: ποιητ. ἀγκρ-, ἀπωθῶ, σταματῶ, ἀνακόπτω, ἀναχαιτίζω, ἵππον χαλινῷ Ξεν. Ἱππ. 11, 3· τὸ ζεῦγος Πλουτ. Ἀλκ. 2. 2) ἀπὸ χέρσου νῆα .. ἀνακρούεσκον, τὴν ἀπεμάκρυνον ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1650: πρβλ. ἀνάκρουσις, ἀνακρουστέον. ΙΙ. κατὰ μέσ. φωνήν, ἀνακρούεσθαι πρύμνην, ὀπισθοδρομεῖν διὰ τῆς πρύμνης, δηλ. ἀπωθεῖν τὸ ὕδωρ διὰ τῆς πρύμνης, Ἀριστοφ. Σφ. 399, πρβλ. Διόδ. 11. 18· ἢ ἀνακρούεσθαι μόνον Θουκ. 7. 38, 40· ὡσαύτως, κρούεσθαι πρύμνην· ἴδε κρούω 9· - ἐν Ἡροδ. 8. 84 ἔχομεν ἐπὶ πρύμνην ἀν., μετὰ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἀλλ’ ὀλίγον κατωτέρω ἀπαντᾷ ἔτι πρύμνην ἀν. καὶ ὁ Βαλκ. θέλει νὰ γράψῃ καὶ ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἔτι ἀντὶ τοῦ ἐπί: - μεταφ., τὸν λόγον πάλιν ἀν., ὀπισθοδρομῶ καὶ ἀρχίζω ἐκ νέου, Πλάτ. Φίλ. 13D· παῦε.. μικρὸν ἀνακρουόμενος Λουκ. Νιγρ. 8· ἀν αὖθις ἐπὶ σώφρονα βίον Πλουτ. Κλεομ. 16. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, ἀρχίζω μέλος, ὡς τὸ ἀναβάλλομαι, κεὖ μὲν τὰ Γλαύκας ἀγκρούομαι, Θεοκρ. 4. 31: ἐντεῦθεν, ἀρχίζω λόγον, δημηγορίαν, Πολύβ. 4. 22, 11. ΙΙΙ. ἀνακρούειν χεροῖν (ὡς φαίνεται) = ἀνακροτεῖν Αὐτοκράτης ἐν «Τυμπανισταῖς» 1.
Greek Monolingual
(Α ἀνακρούω)
νεοελλ.
1. εκτελώ, παίζω
«η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο»
2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική
3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω
αρχ.
1. σπρώχνω προς τα πίσω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω
«ἀνακρούω ἵππον χαλινῷ» (Ξεν.)
3. ωθώ, απομακρύνω πλοίο από την ξηρά, την προκυμαία
4. πετώ, εκτοξεύω
«ἀνακρούω δίσκον»
5. αρχίζω να παίζω κάποια μελωδία σε μουσικό όργανο, προανακρούω
6. αρχίζω να εκφωνώ λόγο
7. χτυπώ τα χέρια, χειροκροτώ μεσ. -ομαι
8. (για πλοίο) κινούμαι προς τα πίσω
9. αρχίζω να εκτελώ κάποια μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρούω.
ΠΑΡ. ανάκρουσις(-η)
αρχ.
ἀνακρουστικός
νεοελλ.
ανάκρουσμα].
Greek Monotonic
ἀνακρούω: ποιητ. ἀγ-κρ-, μέλ. -σω,
I. απωθώ, σταματώ, αποκρούω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, ἵππον χαλινῷ, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., ἀνακρούεσθαι πρύμνην, βάζω το πλοίο με την πρύμνη μέσω του τινάγματος του νερού προς τα πίσω, σε Αριστοφ.· ομοίως ἀνακρούεσθαι, μόνο του, σε Θουκ.· επίσης, ἐπὶ πρύμνην ἀν., σε Ηρόδ.· μεταφ., οπισθοδρομώ, σε Πλάτ.
2. χρησιμοποιείται στη Μουσική, αρχίζω μελωδία, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
I. to push back, stop short, check, ἵππον χαλινῶι Xen.
II. Mid., ἀνακρούεσθαι πρύμνην to put one's ship astern, by backing water, Ar.; so ἀνακρούεσθαι alone, Thuc.; also, ἐπὶ πρύμνην ἀν., Hdt.:—metaph. to put back, Plat.
2. in Music, to strike up, Theocr.
Lexicon Thucydideum
inhibere remis, to check with oars, 7.38.1, 7.40.2, 7.62.4.