ἀνθρηνιώδης
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ες, honeycombed, ἀ. καὶ πολύπορος Plu. 2.916e.
Spanish (DGE)
-ες en forma de panal ἀ. καὶ πολύπορος Plu.2.916e.
German (Pape)
[Seite 234] ες, zellenartig, Plut. qu. nat. 19 καὶ πολύπορος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρηνιώδης: -ες, παρόμοιος ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ πολύπορος Πλούτ. 2. 916Ε.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un nid de bourdons, càd disposé en cellules.
Étymologie: ἀνθρήνιον, -ωδης.
Greek Monolingual
ἀνθρηνιώδης (-ους), -ες (Α) ανθρήνιον
αυτός που μοιάζει με κερήθρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρηνιώδης: похожий на гнездо шершней, т. е. ячеистый (σάρξ Plut.).