ἀτρύπητος

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρύπητος Medium diacritics: ἀτρύπητος Low diacritics: ατρύπητος Capitals: ΑΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýpētos Transliteration B: atrypētos Transliteration C: atrypitos Beta Code: a)tru/phtos

English (LSJ)

[ῡ], ον, = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.

Spanish (DGE)

-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.

German (Pape)

[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non percé.
Étymologie: , τρυπάω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύπητος: (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος 1.